- ἑτερογενοῦς
- ἑτερογενήςof different kindsmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερογένεια — η 1. η ιδιότητα τού ετερογενούς, το να ανήκει κάποιος σε άλλο γένος, η ανομοιομορφία 2. το βιολογικό φαινόμενο εναλλαγής γενεάς, η ετερογένεση 3. γένεση όντων από άτομα άλλου είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterogeny <… … Dictionary of Greek
λοφοφόρος — α, ο 1. αυτός που φέρει λόφο, δηλαδή λοφίο 2. το αρσ. ως ουσ. ο λοφοφόρος ζωολ. α) περιστοματικός σχηματισμός ο οποίος αποτελείται από μια στεφάνη κροσσωτών πλοκάμων η οποία είναι χαρακτηριστικό μιας ετερογενούς ομάδας ασπονδύλων που ονομάζονται… … Dictionary of Greek
ολιθόστρωμα — το γεωλ. ιζηματογενής απόθεση που αποτελείται από χαοτική μάζα ετερογενούς υλικού, έντονα αναμεμιγμένου … Dictionary of Greek
ψαρόνι — (sturnus vulgaris). Πτηνό της οικογένειας των Στουρνιδών, της εκτεταμένης και ετερογενούς υποτάξης των ωδικών. Έχει μήκος 20 24 εκ., από τα οποία 6 εκ. της ουράς, και μαυριδερό χρώμα με άσπρες βούλες. Ζει στην Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος της Ασίας … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
καλοβάμονα ή καλοβατικά — Ομάδα πτηνών με χαρακτηριστικά μεγάλα πόδια, τα οποία τους επιτρέπουν να βαδίζουν εύκολα στα βαλτώδη και λασπώδη εδάφη. Άλλα ειδικά γνωρίσματα των ειδών αυτής της ετερογενούς ομάδας –που σήμερα δεν αναγνωρίζεται πια από τους ορνιθολόγους– είναι… … Dictionary of Greek
Μαλγάσοι — Συλλογική ονομασία της πλειοψηφίας των κατοίκων της Μαδαγασκάρης, οι οποίοι προέρχονται από περίπου 35 φυλές (οι σημαντικότερες είναι 18). Οι φυλές αυτές από τον 13o αι. περιήλθαν προοδευτικά υπό την ηγεμονία της φυλής των Μερίνα (Χόβα), οι… … Dictionary of Greek
Μπαχρέιν — Νησιωτικό κράτος της Μέσης Ανατολής, μεταξύ της χερσονήσου του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας.Το Μ. διαιρείται διοικητικά σε 12 διαμερίσματα (σε παρένθεση η τοπική ονομασία και οι πληθυσμοί σύμφωνα με την απογραφή του 2001): Αλ Μανάμα (Al… … Dictionary of Greek